ἀφορισμοῦ

ἀφορισμοῦ
ἀφορισμός
delimitation
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • отъсоуженыи — (1*) прич. страд. прош. Осужденный: по ма(л) ѹбо врѣмени сконьча(с) ѿлу(ч)ныи… ѡ семь ѹбо немало ѡпечалисѧ папа. ˫ако прѣже исхо(д) его ѿ жить˫а не разърѣши его ѿ запрещѣнь˫а. и написавъ мл҃твѹ… повелѣ… прочисти ю бѧше написано сице разърѣшен(ъ)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • POLLINCTOR vel POLLICTOR — POLLINCTOR, vel POLLICTOR qui pollincit, vel pollingit, Graece Ενταφιαςτὴς, Νεκροκόμος, Σοροπηγὸς, Νεκροφόρος, Perotto, quasi pollutor, a polluendo: Fulgentio, quasi pollutorum unctor: Turnebo, l. 28. Adversar. c. 31. quasi pellts unctor, eo quod …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… …   Dictionary of Greek

  • αφοριστικός — ή, ό (AM ἀφοριστικός, όν) [αφορίζω] 1. διατυπωμένος με μορφή αφορισμού, αποφθεγματικός 2. αυτός που αναφέρεται στον εκκλησιαστικό αφορισμό μσν. ο ικανός να διαχωρίζει ή να προσδιορίζει …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • Αθηναγόρας Α’ — (Βασιλικό Πωγωνίου, Ήπειρος 1886 – Κωνσταντινούπολη 1972). Οικουμενικός πατριάρχης (1948 72). Το κοσμικό του όνομα ήταν Αριστοκλής Σπύρου. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1903 10) όπου και δέχτηκε τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης (1910). Ως …   Dictionary of Greek

  • Δυοβουνιώτης, Κωνσταντίνος — (Πάτρα 1872 – Αθήνα, 1943). Θεολόγος και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στην Αθήνα και στη Γερμανία. Διετέλεσε καθηγητής της δογματικής και της ηθικής στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά τις περιόδους 1919 20 και 1922 23 και στη συνέχεια… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”